Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΕΛΛΗΝΕΣ...!



Υπάρχει μέσα μου μια μεγάλη διαμάχη. Από τη μια μεριά ντρέπομαι, λυπάμαι και μελαγχολώ γι’ αυτόν τον τόπο που θα μπορούσε να ήταν παράδεισος και τον έχουμε μετατρέψει εμείς οι ίδιοι σε μαύρη κόλαση, σε εστία μολύνσεως, σε κέντρο διαφθοράς, σε μια χαβούζα. Και από την άλλη χαμογελάω και παίρνω δύναμη όταν σκέφτομαι τους ανθρώπους που ζούνε εδώ, φίλους, γνωστούς, αγνώστους, που αναγκάζονται να υπόκεινται τις επιπτώσεις μιας διοίκησης ξεπουλημένης και ξεδιάντροπης – ενώ οι ίδιοι παλεύουν καθημερινά να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους μέσα στο όνειρο μιας άλλης χώρας – της Ελλάδας που τους αξίζει γιατί ξέρουν να εργάζονται, να ερωτεύονται, να δημιουργούν, να μοιράζονται, να ονειρεύονται, να απολαμβάνουν, να ζουν σαν αληθινοί άνθρωποι που κοιτάνε ψηλά και, πέρα από το γαλάζιο του ουρανού, διακρίνουν ένα νόημα. Κάτι που δεν το πιάνεις στο τρισδιάστατο αλλά ξέρεις πως επειδή υπάρχει αξίζει να ζήσει κανείς μια ζωή καθαρή και έντιμη και να μεταφέρει στα παιδιά του αξίες και οράματα ωραία και μεγάλα και πολύ φωτεινά.

Υπάρχουν Έλληνες που ξεκινάνε καθημερινά τον αγώνα τους με την βεβαιότητα πως όσο και αν επικρατεί για κάποιες περιόδους η ασχήμια και η μαυρίλα μέσα από αυτήν την «μασονία της μετριότητας» που μας κυβερνά (το έλεγε ο Δημήτρης Χορν αυτό), η ουσία της προσπάθειας βρίσκεται αλλού. Η ουσία της προσπάθειας είναι να τους παρακάμψεις όλους αυτούς και να πορευτείς σαν να μην υπάρχουν. Σαν να ζεις στην Ουτοπία –ή σαν τουρίστας στην κόλαση. Αυτό κάνουν οι άνθρωποι που αγαπώ και εκτιμώ περισσότερο. Δεν δίνουν σημασία. Κλείνουν την τηλεόραση. Βάζουνε μουσική. Διαβάζουν. Κάνουν έρωτα. Αγαπούν τη δουλειά τους και όταν ασχολούνται με αυτήν νοιώθουνε δυνατοί και υγιείς και, πάντα, ερωτευμένοι. Κουνάνε το κεφάλι τους με τα χαράτσια και τους φόρους και τις περικοπές –ακόμα και με τις απολύσεις και την ίδια τους την ανεργία. Λένε «πρέπει ν’ αντέξω, να μην με πάρει από κάτω γιατί αυτό που συμβαίνει τώρα είναι το λάθος, η παράκαμψη, δεν είναι ο δρόμος. Πρέπει να είμαι καλά όταν θα ξαναβγούμε στην κεντρική λεωφόρο».

Πόσο τους αγαπώ αυτούς τους ανθρώπους – και πόσα τους χρωστάω. Είναι αυτοί που το βλέμμα τους διαπερνά με δριμύτητα το μαύρο και με ταχύτητα φωτός πάει και καρφώνεται στον στόχο. Θα μπορούσα να αναφέρω και ονόματα εδώ, σαν παραδείγματα ενδεικτικά αυτού του είδους των Ελλήνων, αλλά δεν θέλω. Γιατί θα γράψω τα ονόματα πέντε-δέκα φίλων και γνωστών και θα παραλείψω τα ονόματα των εκατοντάδων χιλιάδων, ίσως και εκατομμυρίων άλλων που μπορεί να ξημερώνουνε σ’ ένα χωριό έξω από την Κομοτηνή ή σ’ ένα άλλο γύρω απ’ τον Ψηλορείτη – και ανοίγοντας τα μάτια τους νοιώθουν μιαν αγαλλίαση που ανασαίνουνε αυτόν τον αέρα κι’ έξω στην αυλή τους οι εποχές εναλλάσσονται και οι πλανήτες στον ουρανό κινούνται πάντα στην ίδια τροχιά ενώ ξημερώνει και βραδιάζει. Και μόνο που γράφω γι’ αυτούς, ανασαίνω, παίρνω δύναμη, φορτίζω τις μπαταρίες μου και προσπερνώ τις αμέτρητες φρικαλεότητες που διαπράττονται συνεχώς από τους «άλλους» Έλληνες - αυτούς που αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους σαν άγρια πεινασμένα τσακάλια.

Τους εχθρούς μου δηλαδή.